Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Πάνας



Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας, στο όρος Λύκαιον, έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός Ερμής. Ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της Νύμφης Δρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους. 
Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. 
Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν.





Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του. Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι.
Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.
Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα.
  


Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου.
Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. 
Έχοντας μια πολύ ερωτική φύση  ο Πάνας προσπάθησε να κατακτήσει και άλλες Νύμφες.
Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη.
Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος. 
Χαρακτηριστικός  σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του “παν – παν – παν…” με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταλήφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) και να υποχωρήσουν.



H άμιλλα του Πάνα με τον Απόλλωνα στη μουσική ήταν παροιμιώδης. Ο Πάνας που καμάρωνε για τη μουσική που έβγαξε με την φλογέρα του, κάποτε κάλεσε τον ίδιο το θεό Απόλλωνα να παραβγεί μαζί του. Ο Απόλλωνας ήρθε ντυμένος με πορφυρό μανδύα, με τη χρυσή του λύρα στο χέρι και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Πρώτος άρχισε να παίζει ο Πάνας. Οι απλές και γλυκές μελωδίες από την τσομπάνικη φλογέρα του αντιλαλούσαν στις γύρω βουνοπλαγιές. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του ο Πάνας και έσβησε και ο τελευταίος απόηχος από τη μουσική του, ο Απόλλωνας άγγιξε τις χρυσές χορδές της λύρας του. Τότε οι εξαίσιοι ήχοι μιας θεικής μουσικής και μιας ουράνιας μελωδίας ξεχύθηκαν και όλοι εκεί τριγύρω μαγεμένοι άκουγαν το τραγούδι. Μόλις έσβησαν και οι τελευταίοι ήχοι της λύρας, όλοι δοξάσανε τον τρανό λυράρη θεό. Ο Πάνας νικημένος από τον Απόλλωνα, χώθηκε λυπημένος ακόμα πιο βαθιά μέσα στα λαγγάδια. Εκεί συχνά αντηχούνε οι τρυφεροί και θλιμμένοι ήχοι της φλογέρας του που τους αγροικούν με αγάπη οι νεαρές Νύμφες. 




decoupage με ριζόχαρτο σε πέτρα (όχι μάρμαρο) με κοκκινωπές αποχρώσεις.